φωτομετρία

φωτομετρία
η
(φυσ.)
1. φωτομέτρηση (βλ. λ.).
2. κεφάλαιο της φυσικής που ασχολείται με τη μέτρηση της έντασης του φωτός ή της ισχύος φωτεινής πηγής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • φωτομέτρηση — η, Ν φυσ. η φωτομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + μέτρηση (πρβλ. φωτομετρία). Η λ., στον λόγιο τ. φωτομέτρησις, μαρτυρείται από το 1874 στο περιοδικό Αθήναιον] …   Dictionary of Greek

  • αστροφωτομετρία — Κλάδος της αστρονομίας, που μελετά τους αστέρες μέσω των φωτόμετρων, οργάνων κατάλληλων για τη μέτρηση της λαμπρότητάς τους. Η σύγχρονη α. χρησιμοποιεί βασικά δύο τύπους φωτόμετρων: αυτά που βασίζονται στις κανονικές φωτογραφικές διαδικασίες και… …   Dictionary of Greek

  • Λάμπερτ, Γιόχαν Χάινριχ — (Johann Heinrich Lambert, Μιλούζ, Αλσατία 1728 – Βερολίνο 1777). Γερμανός μαθηματικός, φυσικός, φιλόσοφος και ακαδημαϊκός, γαλλικής καταγωγής. Ο Λ., που υπήρξε μέλος της Ακαδημίας του Βερολίνου από το 1764, ως μαθηματικός απέδειξε ότι το π (λόγος …   Dictionary of Greek

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • ορατότητα — Τα όρια της οπτικής αντίληψης ενός φωτιζόμενου αντικείμενου, σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά της φωτεινής πηγής και τις συνθήκες του μέσου, διά του οποίου μεταδίνεται το φως (κατά την έννοια αυτή γίνεται λόγος για ορατότητα 50, 100, 150 μ.).… …   Dictionary of Greek

  • φλογοφωτομετρία — η, Ν χημ. μέθοδος χημικής ανάλυσης η οποία βασίζεται στη μέτρηση τού φωτός το οποίο εκπέμπεται από μια ουσία, όταν αυτή εισάγεται σε φλόγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + φωτομετρία. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. flame analysis] …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτομετρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτομετρία («φωτομετρικός θάλαμος»). επίρρ... φωτομετρικώς και φωτομετρικά Ν με φωτομετρικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτόμετρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ηρ. Μητσόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”